τράφος
Προφορά
Ετυμολογία
τράφος μεσαιωνική ελληνική τράφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τράφος
✦ η κατά μήκος τάφρου συσσώρευση των χωμάτων που έχουν εκσκαφεί
✦ φράχτης από πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα, ξερολιθιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–