συνεπαρμός


συνεπαρμός
Προφορά

Ετυμολογία
συνεπαρμός συνεπαίρνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνεπαρμός

✦ η ενέργεια του συνεπαίρνω, μαγεία, γοητεία: το συνεπαρμό που του δίνει η θεϊκή εμπνοή (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.