συνεκτιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
συνεκτιμώ μεταγενέστερη ελληνική συν-εκτιμῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνεκτιμώ -άς, -ά
✦ εκτιμώ, υπολογίζω την αξία ή τη σημασία δύο ή περισσότερων πραγμάτων μαζί: πρέπει να συνεκτιμηθεί το κόστος της εργασίας και το κόστος της διανομής του προϊόντος – θα συνεκτιμήσουμε όλα τα δεδομένα που έχουμε, και θα πάρουμε αποφάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–