συνεργάτης
Προφορά
Ετυμολογία
συνεργάτης αρχαία ελληνική συν-εργάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συνεργάτης
✦ θηλ. συνεργάτρια κ. συνεργάτισσα (Κ συνεργάτις, -ιδος) ο εργαζόμενος μαζί με άλλον
✦ συμβοηθός, συνεπίκουρος
✦ πρόσωπο που παρέχει την εργασία του σε ομαδικό έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–