ροντέο


ροντέο
Προφορά

Ετυμολογία
ροντέο αμερικαν. rodeo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ροντέο

✦ επίδειξη δεξιοτεχνίας στην τιθάσευση αγέλης, στην ίππευση αδάμαστου ίππου κτλ.
✦ συγκέντρωση των ζώων κοπαδιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.