πέτσιασμα


πέτσιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
πέτσιασμα πετσιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πέτσιασμα

✦ σχηματισμός κρούστας
✦ το να γίνεται κάτι σκληρό σαν πετσί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.