πετσί


πετσί
Προφορά

Ετυμολογία
πετσί μεσαιωνική ελληνική πετσίν, υποκοριστικό του └ιταλ┘pezzo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πετσί

✦ δέρμα ανθρώπου ή ζώου
✦ φρ. πετσί και κόκαλο, πολύ αδύνατος – σηκώθηκε το πετσί μου, έφριξα – το γνώρισα, το ‘νιωσα στο πετσί μου, έχω προσωπική, επώδυνη πείρα – μπήκε στο πετσί του ρόλου του, για ηθοποιό, που ταυτίστηκε με τον ήρωα που υποδυόταν και κατάφερε να ερμηνεύσει τον ρόλο του πειστικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.