περίμετρο


περίμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
περίμετρο └γαλλ┘ périmetre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το περίμετρο

✦ συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση του οπτικού πεδίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.