περίμετρος


περίμετρος
Προφορά

Ετυμολογία
περίμετρος └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. περίμετρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περίμετρος

✦ η γραμμή στην οποία τελειώνει ένα σχήμα
✦ το μέτρο της περιφέρειας ενός σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.