περικοπή
Προφορά
Ετυμολογία
περικοπή αρχαία ελληνική περικοπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περικοπή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του περικόβω, περιορισμός, ελάττωση
✦ απόσπασμα, χωρίο κειμένου: συμπλήρωσα όσα κομμάτια μπορούσα με περικοπές κειμένων και παραπομπές (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–