αγιογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
αγιογραφία αγιογράφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγιογραφία
✦ η τέχνη του αγιογράφου
✦ απεικόνιση αγίου ή γεν. χριστιανικού θέματος σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού
✦ (συνεκδ.) εκκλησιαστική ζωγραφική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–