άγημα
Προφορά
Ετυμολογία
άγημα αρχαία ελληνική ἄγημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άγημα
✦ τμήμα πληρώματος πολεμικού πλοίου, που αποβιβάζεται στην ξηρά για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
✦ στρατιωτική ομάδα στην οποία έχει ανατεθεί ειδική αποστολή: άγημα της προεδρικής φρουράς απέδωσε τιμές κατά την άφιξη του υψηλού προσκεκλημένου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–