μεταναστευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μεταναστευτικός μεταναστεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεταναστευτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη μετανάστευση ή τους μετανάστες
✦ που έχει την ιδιότητα να μεταναστεύει: ζώα μεταναστευτικά
Συνώνυμα
αποδημητικός, ταξιδιάρικος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–