μεταμελούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
μεταμελούμαι αρχαία ελληνική μεταμέλομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταμελούμαι -είσαι, -είται
✦ αλλάζω γνώμη ή απόφαση
✦ αισθάνομαι ντροπή ή λύπη για κάτι που έκανα ή παρέλειψα να κάνω, μετανιώνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–