μετανιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μετανιώνω μετάνιωσα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετανιώνω
✦ αλλάζω γνώμη ή απόφαση
✦ λυπούμαι για ό,τι έκανα ή παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι: ο αρνηθείς δεν μετανιώνει (Κ. Καβάφης)
✦ αισθάνομαι τύψεις, ψυχική συντριβή για πράξεις ή παραλείψεις μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–