μαθαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
μαθαίνω ἔμαθον, αόρ. του αρχαίου ελληνικού μανθάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαθαίνω
✦ πληροφορούμαι κάτι: έμαθα πως έλειπες
✦ αποχτώ γνώσεις
✦ διδάσκομαι: μαθαίνει ξένες γλώσσες
✦ αποχτώ πείρα, συνηθίζω σε κάτι: έμαθε να λέει ψέματα
✦ (κ. μτβ.) διδάσκω: η παραμάνα του του έμαθε τα πρώτα γράμματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–