μαζοχισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μαζοχισμός └γαλλ┘ masochisme, από το όν. του Αυστριακού συγγραφέα Masoch, που περιγράφει τον παθολογικό ερωτισμό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαζοχισμός
✦ διαστροφή της γενετήσιας ορμής, που εκδηλώνεται με την επιθυμία του πάσχοντος ατόμου να κακοποιηθεί πριν από τη συνουσία
✦ (κατ’ επέκτ.) η νοσηρή τάση του ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σαδισμός
Επιρρήματα
–