μαζικός


μαζικός
Προφορά

Ετυμολογία
μαζικός μάζα

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαζικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη μάζα του λαού: μαζικό κίνημα
✦ κοινός, συνεταιρικός: μαζική δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα
μαζικά (Κ μαζικώς).
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.