μαζεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μαζεύω μεταγενέστερη ελληνική ὁμαδεύω, με παρετυμολ. προς το μάζα – μαζώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαζεύω
✦ συναθροίζω, συλλέγω: μαζεύει γραμματόσημα
✦ συγκεντρώνω: δεν μπόρεσαν να μαζέψουν κόσμο
✦ αποταμιεύω: έχει μαζέψει αρκετά
✦ ανασηκώνω: μάζεψε το ρούχο σου
✦ διπλώνω, συμπτύσσω
✦ ανασύρω: οι ψαράδες μαζέψανε τα δίχτυα
✦ (μτφ. ) χαλιναγωγώ, περιορίζω: μάζεψε τη γλώσσα σου – δεν μπορεί να μαζέψει το παιδί της
✦ (αμτβ.) στενεύω, συστέλλομαι (ειδ. για υφάσματα): με το πλύσιμο, η φούστα μάζεψε
✦ (μέσ.) μαζεύομαι, συσπειρώνομαι, ζαρώνω, περιορίζομαι ή αποσύρομαι: όταν τους βάλαμε τις φωνές, αναγκάστηκαν να μαζευτούνε
✦ (για πληγή ή μέλος του σώματος) σχηματίζω πύον, εμπυούμαι: η πληγή μάζεψε – το δάχτυλο μαζεύει
✦ φρ. τα μαζεύω, αποχωρώ, φεύγω: ο δεσπότης τα ‘χε μαζέψει αποσπέρας από τον καταραμένο τόπο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–