μάζεμα
Προφορά
Ετυμολογία
μάζεμα μαζεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μάζεμα
✦ συνάθροιση
✦ συλλογή
✦ συσπείρωση
✦ συρρίκνωση
✦ (μτφ. ) πράγμα, αντικείμενο κατώτερης ποιότητας· ιδ. στον πληθ. μαζέματα: έχει γεμίσει το σπίτι με μαζέματα (μτφ. για πρόσ.) τιποτένιος, ανάξιος λόγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άπλωμα
Επιρρήματα
–