λυσσώ


λυσσώ
Προφορά

Ετυμολογία
λυσσώ αρχαία ελληνική λυσσῶ

Ερμηνεία
ρήμα λυσσώ -άς, -ά

✦ προσβάλλομαι από λύσσα
(μτφ. ) κυριεύομαι από μανία, από σφοδρό πάθος
✦ εκδηλώνομαι με σφοδρότητα, μανιάζω: η λαίλαψ παύει να λυσσά, το πέλαγος ν’ αφρίζει (Αλ. Ραγκαβής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.