λύρα
Προφορά
Ετυμολογία
λύρα αρχαία ελληνική λύρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λύρα
✦ αρχαιοελληνικό έγχορδο, μουσικό όργανο, συν. με επτά ή εννέα χορδές, και παιζόταν με τα δάχτυλα ή με ειδικό πλήκτρο
✦ έγχορδο μουσικό όργανο του 16ου – 18ου αι. που έμοιαζε με βιολί και παιζόταν με δοξάρι
✦ έγχορδο λαϊκό, μουσικό όργανο, με τρεις έως εννέα χορδές που παίζεται με δοξάρι: κρητική λύρα – ποντιακή λίρα (ά. κεμεντζές)
✦ (συνεκδ.) η λυρική ποίηση: σέβομαι ιδιαίτερα τον Κάλβο που αφιέρωσε τη λύρα του στην υπηρεσία μιας μεγάλης υπόθεσης (Γ. Σεφέρης)
✦ (κύρ. όν.) Λύρα, μικρός αλλά ευδιάκριτος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–