βακτήριο
Προφορά
Ετυμολογία
βακτήριο αρχαία ελληνική βακτήριον, υποκοριστικό του βακτηρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βακτήριο
✦ εύχρ. κυρίως στον πληθ. βακτήρια, μονοκύτταροι οργανισμοί που υπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον (έδαφος, νερό, αέρας) και στους ζωντανούς οργανισμούς, και είναι χρήσιμοι ή αβλαβείς, ή και παθογόνοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–