όσκολο
Προφορά
Ετυμολογία
όσκολο └γαλλ┘ hausse-col
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όσκολο
✦ μεταλλική πλάκα σε σχήμα μισοφέγγαρου, που κρεμούσαν παλιότερα οι αξιωματικοί του στρατού στο λαιμό, όταν βρίσκονταν σε υπηρεσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–