όρχηση


όρχηση
Προφορά

Ετυμολογία
όρχηση αρχαία ελληνική ὄρχησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η όρχηση

✦ ο χορός: η αντιστροφική εναλλαγή της μονωδίας με τη χορωδία, συνδυασμένη με την ελαφρότητα της όρχησης των δεκαπέντε χορευτών (Ν. Χουρμουζιάδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.