ορυκτοτεχνία


ορυκτοτεχνία
Προφορά

Ετυμολογία
ορυκτοτεχνία ορυκτόν + τέχνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορυκτοτεχνία

✦ η τέχνη της αναζητήσεως και χρησιμοποιήσεως των ορυκτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.