ψύχραιμος
Προφορά
Ετυμολογία
ψύχραιμος ψυχρός + αίμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψύχραιμος -η, -ο
✦ που δεν εξάπτεται, δεν οργίζεται εύκολα ή δεν ταράζεται μπροστά στους κινδύνους
Συνώνυμα
απαθής, ατάραχος
Αντίθετα
παράφορος, θερμόαιμος
Επιρρήματα
ψύχραιμα (Κ ψυχραίμως)