ψωμί
Προφορά
Ετυμολογία
ψωμί μεταγενέστερη ελληνική ψωμίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψωμί
✦ ζύμη από αλεύρι, νερό κι αλάτι που ψήνεται στο φούρνο κι αποτελεί την κυριότερη τροφή του ανθρώπου
✦ (κατ’ επέκτ.) φαγητό
✦ βιοπορισμός: δουλεύει για το ψωμί του – έτυχε μια δουλειά, μια ανάγκη του ψωμιού του (Κ. Καβάφης)
✦ φρ. βγάζω το ψωμί μου, κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή – αυτή η δουλειά έχει ψωμί, έχει βέβαια ή άφθονα κέρδη – λίγα είναι τα ψωμιά του, πολύ σύντομα θα πεθάνει – έφαγε τα ψωμιά του, (για πρόσ.) γέρασε· (για πράγμ.) πάλιωσε – φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, έχουμε παλιούς στενούς δεσμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–