ψωλή


ψωλή
Προφορά

Ετυμολογία
ψωλή αρχαία ελληνική ψωλή (= ανδρικό μόριο τεντωμένο), └θηλ┘ του επιθέτου ψωλός (= με γυμνή βάλανο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψωλή

✦ το πέος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.