ψυχωφελής


ψυχωφελής
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχωφελής μεταγενέστερη ελληνική ψυχωφελής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψυχωφελής -ής, -ές

✦ που ωφελεί την ψυχή, ο ηθικά ωφέλιμος

Συνώνυμα
ψυχοσωτήριος
Αντίθετα
ψυχοφθόρος
Επιρρήματα
ψυχωφελώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.