ψυχρός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχρός αρχαία ελληνική ψυχρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχρός -ή, -ό
✦ που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος
✦ (μτφ. ) απαθής, αδιάφορος
✦ (μτφ. ) ο χαρακτηριζόμενος από έλλειψη συναισθημάτων, σκληρός: ψυχρός εκτελεστής
✦ (μτφ. ) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εγκαρδιότητας: ψυχρές σχέσεις
✦ (μτφ. για πρόσ.) που δεν ανταποκρίνεται σεξουαλικά, παραμένει αμέτοχος κατά τη σεξουαλική πράξη: ψυχρός άνδρας – ψυχρή γυναίκα
✦ ψυχρός πόλεμος, βλ. πόλεμος
✦ φρ. εν ψυχρώ, χωρίς δισταγμό, χωρίς καμιά συναισθηματικότητα ή οίκτο, εσκεμμένως σκληρός: εν ψυχρώ δολοφονία – εκτέλεση αθώων εν ψυχρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θερμός, ζεστός ,πρόθυμος, ενθουσιώδης
Επιρρήματα
ψυχρά (Κ ψυχρώς)