ψυχραντικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχραντικός μεταγενέστερη ελληνική ψυχραντικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχραντικός -ή, -ό
✦ που συντελεί στην ψύχρανση, ψυκτικός
✦ (μτφ. ) που προκαλεί δυσαρέσκεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θερμαντικός
Επιρρήματα
ψυχραντικά (Κ ψυχραντικώς)