ψυχικός


ψυχικός
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχικός αρχαία ελληνική ψυχικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψυχικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή: ψυχική δύναμη – ψυχικές λειτουργίες
✦ (νομ.) ψυχική οδύνη, ηθική βλάβη που υφίσταται κάποιος από άδικη ενέργεια |(ιατρ.) ψυχική νόσος, που έχει σχέση είτε με διαταραχή του λογικού, είτε της προσωπικότητας, είτε της συμπεριφοράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.