ψυχοδιαγνωστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχοδιαγνωστικός ψυχή + διαγιγνώσκω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψυχοδιαγνωστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη διάγνωση των ψυχικών ικανοτήτων ενός ατόμου
✦ θηλ. η ψυχοδιαγνωστική ως ουσ., κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τη διάγνωση των ψυχικών ικανοτήτων του παιδιού, για τον σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ψυχοδιαγνωστικά (Κ ψυχοδιαγνωστικώς)