ψυχή
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχή αρχαία ελληνική ψυχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψυχή
✦ η άυλη ουσία που ενωμένη με το σώμα, αποτελεί το κύριο στοιχείο και την αιτία της ζωής, η ζωτική πνοή
✦ (φιλοσ.) η ζωτική πνοή ζώου, φυτού ή της ανθρώπινης ύπαρξης
✦ (θεολ.) η άυλη ουσία του ανθρώπου που μετέχει στη θεϊκή ουσία, θεωρείται αθάνατη, πιστεύεται ότι επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος και κρίνεται από τον Θεό
✦ η άυλη αυτή ουσία, το πνεύμα του ανθρώπου που αποχωρίζεται το σώμα κατά τον θάνατο: φρ. βγήκε η ψυχή του, πέθανε – στο ουράνιο πλήθος των ψυχών θα σε ζητήσω (Ν. Καρούζος)
✦ (συνεκδ.) ο άνθρωπος: άδικα χαθήκανε τόσες ψυχές
✦ η συναισθηματική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου
✦ ενεργητικότητα, ζωντάνια
✦ το σύνολο των ψυχικών, νοητικών, συναισθηματικών χαρακτηριστικών ομάδας: θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας (Γ. Σεφέρης)
✦ πρόσωπο, που εμπνέει, καθοδηγεί μια δραστηριότητα, έργο κτλ.: είναι η ψυχή της εταιρείας
✦ (ζωολ.) η πεταλούδα
✦ φρ. ψυχ{Þ τε και σώματι, με όλες τις δυνάμεις, ολοκληρωτικά – με όλη μου την ψυχή, ολοψύχως – του ‘βγαλε την ψυχή, τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε – δε βαστά η ψυχή μου, δεν αντέχω – πιάστηκε η ψυχή μου, έχω αγωνία ή δύσπνοια – με την ψυχή στο στόμα, φτάνοντας στο έσχατο σημείο από κούραση ή φόβο: ήτανε πτώματα σχεδόν, μα πάλευαν ακόμα, με την ψυχή στο στόμα (Γ. Θεοτοκάς) – τι ψυχή έχει; για κάτι που θεωρείται ασήμαντο – ψυχή μου, προσφώνηση αγάπης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–