ψειρού


ψειρού
Προφορά

Ετυμολογία
ψειρού ψείρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψειρού

✦ θηλ. ψειρού ψειριάρης
✦ βρόμικος, ατημέλητος
✦ φτωχός που θέλει να περνιέται για πλούσιος
✦ θηλ. ψειρού, η φυλακή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.