χρησικτησία


χρησικτησία
Προφορά

Ετυμολογία
χρησικτησία χρήσις + κτήσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρησικτησία

✦ η απόκτηση της κυριότητας ακινήτου ή κινητού πράγματος από πρόσωπο που το νέμεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και για αρκετό χρονικό διάστημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.