χρηματοδότρια


χρηματοδότρια
Προφορά

Ετυμολογία
χρηματοδότρια χρήματα + δίδωμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χρηματοδότρια

✦ θηλ. χρηματοδότρια (Κ -τις, -ιδος) που δίνει τα αναγκαία χρήματα για κάποιο έργο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.