χένα
Προφορά
Ετυμολογία
χένα └αγγλ┘henna
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χένα
✦ είδος θάμνου που απαντά από τη Β. Αφρική μέχρι την Ινδία, από τα φύλλα και τον φλοιό του οποίου παράγεται ερυθροκίτρινη χρωστική που χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, νυχιών κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–