χέστρα


χέστρα
Προφορά

Ετυμολογία
χέστρα χέζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χέστρα

✦ θηλ. χέστρα κ. χεζού που συχνά αποπατεί
(μτφ. ) υπερβολικά δειλός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.