φωτογραφικός
Προφορά
Ετυμολογία
φωτογραφικός φωτογραφία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φωτογραφικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη φωτογραφία: φωτογραφική πλάκα – φωτογραφικό εργαστήριο
✦ που αποτελείται από φωτογραφίες: φωτογραφικό αρχείο
✦ (μτφ. ) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί, να εντυπώνεται κάτι ακριβώς, με μεγάλη πιστότητα: φωτογραφική μνήμη
✦ θηλ. η φωτογραφική ως ουσ., η τέχνη του φωτογράφου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
φωτογραφικά (Κ φωτογραφικώς)