φωτογραφίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φωτογραφίζω φωτογράφος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φωτογραφίζω
✦ παίρνω φωτογραφία
✦ απεικονίζω σε φωτογραφία
✦ (μτφ. ) αναφέρομαι σε κάποιον, περιγράφω κάποιον ή κάτι, χωρίς να αναφέρω το όνομά του αλλά με έμμεσο και συγκεκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ: τα δημοσιεύματα δεν ανέφεραν το όνομα του υπουργού αλλά τον φωτογράφισαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–