φλοίσβος
Προφορά
Ετυμολογία
φλοίσβος αρχαία ελληνική φλοῖσβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φλοίσβος
✦ ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή: και με τον φλοίσβον των κυμάτων, ψιθυρισμούς γλυκείς θα στέλλω (Ι. Καρασούτσας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–