φλέγομαι
Προφορά
Ετυμολογία
φλέγομαι αρχαία ελληνική ρ. φλέγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φλέγομαι
✦ καίγομαι: φλέγεται το δάσος
✦ (μτφ. ) επικρατεί, μαίνεται ο πόλεμος σε μιαν περιοχή: φλέγεται η Μέση Ανατολή
✦ (μτφ. ) έχω υψηλό πυρετό: φλεγόταν από τον πυρετό όλη νύχτα
✦ (μτφ. ) κατέχομαι από έντονο συναίσθημα ιδ. έρωτα, επιθυμία: φλέγεται απ’ τον έρωτα για κείνην
✦ φρ. φλέγον ζήτημα, που έχει μεγάλη σημασία και πρέπει να αντιμετωπισθεί αμέσως: το φλέγον ζήτημα των συντάξεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–