φιναλίστ


φιναλίστ
Προφορά

Ετυμολογία
φιναλίστ └γαλλ┘ finaliste

Ερμηνεία
φιναλίστ

✦ άκλ. ουσ. αυτός που έχει προκριθεί σ’ έναν τελικό αγώνα, διαγωνισμό κτλ. μιας διοργάνωσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.