φινάλε


φινάλε
Προφορά

Ετυμολογία
φινάλε └ιταλ┘finale

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το φινάλε

✦ το τελευταίο μέρος θεατρικού ή μουσικού έργου, ρητορικού λόγου, γιορτής κτλ.
✦ (γεν.) τέλος, κατακλείδα: ποιο ήταν το φινάλε της προσπάθειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.