φεουδαρχία
Προφορά
Ετυμολογία
φεουδαρχία φεουδάρχης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φεουδαρχία
✦ κοινωνικό οικονομικό και πολιτικό καθεστώς, που επικράτησε κατά τον μεσαίωνα στη Δύση χαρακτηριζόμενο από την κατανομή της γης σε φέουδα
Συνώνυμα
τιμαριωτισμός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–