φετιχολάτρισσα


φετιχολάτρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
φετιχολάτρισσα φετίχ + λάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φετιχολάτρισσα

✦ θηλ. φετιχολάτρισσα (Κ φετιχολάτρις, -ιδος) που λατρεύει τα φετίχ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.