φαρισαίος


φαρισαίος
Προφορά

Ετυμολογία
φαρισαίος μεταγενέστερη ελληνική φαρισαῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φαρισαίος

✦ μέλος ιουδαϊκής θρησκευτικής αίρεσης που διακρινόταν για τη σχολαστική τήρηση των κανόνων του μωσαϊκού νόμου
(μτφ. ) ψευδοευλαβής
(μτφ. ) δόλιος, υποκριτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.