φάρμα
Προφορά
Ετυμολογία
φάρμα └αγγλ┘farm
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φάρμα
✦ έκταση εδάφους καθώς και οι κτιριακές εγκαταστάσεις που υπάρχουν σ’ αυτήν, όπου καλλιεργούνται φυτά και εκτρέφονται ζώα για εμπορική εκμετάλλευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–